Αρχείο / Βάση Δεδομένων του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών

Υπάρχουσα κατάσταση. Αιτιολόγηση του προγράμματος

Από τα τέλη του 19ου αιώνα το θέατρο σκιών αρχίζει να μεταβάλλεται στο δημοφιλέστερο θεατρικό λαϊκό είδος στην Ελλάδα, μετά από μια περίοδο «εξελληνισμού» του οθωμανικού θεάτρου σκιών (Πάτρα–Αθήνα), γεγονός που οφείλεται στην προσαρμογή των πρωταγωνιστών, του ρεπερτορίου και της θεματικής στα νέα κοινωνικά δεδομένα.

 

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπόλεμου έως την 1η μεταπολεμική δεκαετία συνεχίζεται η προσαρμογή του στις απαιτήσεις ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Σταδιακά μετατρέπεται σε καθαρά ελληνικό λαϊκό θεατρικό είδος, αντιστέκεται στον ανταγωνισμό παρόμοιων ελάσσονων θεαμάτων και τελικά επικρατεί στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για την πλέον γόνιμη περίοδο, γεγονός που οφείλεται σε μορφές χαρισματικών καραγκιοζοπαικτών, που διατηρώντας το σεβασμό προς την παράδοση, εισάγουν καινοτομίες, αναπτύσσουν μια πλούσια σάτιρα και εμπλουτίζουν το ρεπερτόριο με θέματα που προέρχονται από τους εθνικούς αγώνες (ηρωϊκό δράμα), την ελληνική ιστορία, το αρχαίο δράμα, τη μυθολογία, τη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, το παραμύθι, τους βίους αγίων, κ.ά.

 

Από την 2η μεταπολεμική δεκαετία εισέρχεται σε περίοδο σταδιακής παρακμής με την απώλεια του παραδοσιακού του κοινού και μετατρέπεται σε κατ΄εξοχήν παιδικό θέαμα. Ως συνέπεια ατονεί η δύναμη των κλασικών του ηρώων και υποχωρεί το ηρωϊκό και δραματικό του ρεπερτόριο.

 

Τέλη του 20ου και 21ος αι.: Το Θ.Σ. αποφεύγει τον κίνδυνο της εξαφάνισής του και αποκτά νέο δυναμισμό. Εμπλουτίζεται το ρεπερτόριό του, γίνεται αποδεκτό από διάφορες μορφές τέχνης, εισάγεται στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες και κατορθώνει να επαναπροσελκύσει μέρος του ενήλικου κοινού. Σταδιακά κερδίζει έδαφος ως όχημα πολιτισμού, εκπαίδευσης, πολιτισμικής αυτοαναγνώρισης, τουριστικής προβολής, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε αντικείμενο μελέτης και έρευνας. Το γεγονός οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως:

 

  • Η ευαισθητοποίηση της πολιτείας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών φορέων, κ.ά.
  • Το ενδιαφέρον για την προβολή και μελέτη του.
  • Η διοργάνωση επιστημονικών και μη συναντήσεων.
  • Η παραγωγή μιας πλούσιας βιβλιογραφίας εκλαϊκευτικού (στις περισσότερες περιπτώσεις)  αλλά και αυστηρά επιστημονικού χαρακτήρα.
  • Η δημιουργία δημοτικών και ιδιωτικών μουσείων, αρχείων και συλλογών μονογραφικού κυρίως χαρακτήρα (για έναν καραγκιοζοπαίχτη ή οικογένεια καραγκιοζοπαιχτών).
  • Η θετική παρέμβαση της πολιτείας στο μουσειακό χώρο (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης).

  

Σε γενικές όμως γραμμές, η εικόνα εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες, που οφείλονται κυρίως στην αντιμετώπιση του θεάματος ως θέμα ελάσσονος σημασίας και στην έλλειψη:

α) Συγκεκριμένων στόχων, προγραμματισμού και πολιτικής για την προβολή του ελληνικού Θ.Σ. σε διεθνές επίπεδο, και κυρίως στους χώρους της τέχνης και της επιστημονικής έρευνας.

β) Ενός κεντρικού μουσειακού και εκπαιδευτικού φορέα, που θα αναλάβει την ευθύνη της διάδοσης, προβολής και μελέτης του λαϊκού αυτού θεατρικού είδους με την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών και οπτικοακουστικών μέσων.

γ) Σημαντικού μονογραφικού αρχείου και βιβλιοθήκης, που να διευκολύνει την εργασία των ερευνητών.

δ) Ολοκληρωμένης βάσης δεδομένων, που να περιλαμβάνει το σύνολο του υπάρχοντος οπτικοακουστικού και αρχειακού υλικού, και δημοσιευμάτων.

 

Το 2010, ο κόσμος που ασχολείται επαγγελματικά, ημιεπαγγελματικά και ερασιτεχνικά με το είδος, αλλά και το ευρύτερο κοινό, αντιμετώπισαν με έκπληξη και αμηχανία την είδηση ότι, μετά από αίτηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, ο Karagöz αναγνωρίστηκε ως άυλη τουρκική πολιτιστική κληρονομιά. Αναμφίβολα, η απόφαση της UNESCO ανταποκρίνεται στην μοναδική υποβληθείσα αίτηση κράτους, γεγονός που βέβαια δεν αναιρεί τη βασική αρχή που διέπει τη διαδικασία της αναγνώρισης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, βάσει της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει αποκλειστική αναγνώριση όταν μια συγκεκριμένη παράδοση αποτελεί πολιτιστικό κτήμα διαφόρων λαών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι πρόκειται για λαϊκό θέαμα, το οποίο καλλιεργήθηκε από όλους τους λαούς της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, συνεπώς, αποτελεί κοινό πολιτιστικό κτήμα. Εύκολα επίσης μπορεί να αποδειχθεί ότι, επί ενάμιση περίπου αιώνα, γνώρισε την μεγαλύτερη άνθησή του στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου περίεπεσε σε βαθιά παρακμή ή εξαλείφθηκε παντελώς μετά την ίδρυση των εθνικών κρατών. Σε αναμονή λοιπόν της αντίδρασης της ελληνικής πολιτείας για την αναγνώριση και του ελληνικού θεάτρου σκιών ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά, γίνεται εμφανέστερη η ανάγκη της άρτιας επιστημονικής τεκμηρίωσης και της σωστής προβολής του θεάματος στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό.

Tελευταία ενημέρωση:

© Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chipriotas